Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „počvekati“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

počečká|ti <-m; počečkàl> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

potéka|ti <-m; potekal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

poséka|ti <-m; posekal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

čveká|ti <-m; čvekal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ, μεταβ μτφ

I . poče|sáti <počéšem; počêsal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

II . poče|sáti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

dotéka|ti <-m; dotekal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

odséka|ti <-m; odsekal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

I . odréka|ti <-m; odrekal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

II . odréka|ti ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

odtéka|ti <-m; odtekal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

2. odtekati μτφ (preiti drugam):

oporéka|ti <-m; oporekal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

preséka|ti <-m; presekal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

2. presekati (končati):

pripéka|ti <-m; pripekal> ΡΉΜΑ εξακολ απρόσ ρήμα

pritéka|ti <-m; pritekal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

1. pritekati (tekočina):

2. pritekati (denar):

počénja|ti <-m; počenjal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

počíva|ti <-m; počival> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

1. počivati:

to repose λογοτεχνικό

2. počivati μτφ:

3. počivati μτφ:

I . počóha|ti <-m; počohal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

II . počóha|ti ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina