Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: double , doli , dolg , dol. , dobro , dol και doumljiv

doubl|e <-a, -a, -i> [dúbəl] ΟΥΣ αρσ šport

doubles ενικ/πλ ρήμα

dôbr|o1 <-egasamo sg > ΟΥΣ ουδ

dol.

dol. συντομογραφία: določen:

dol.

Βλέπε και: dolóčen

dôlg1 <-a, -ova, -ovi> ΟΥΣ αρσ

dôli ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina