Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „dôl“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

dôl ΕΠΊΡΡ

dol.

dol. συντομογραφία: določen:

dol.

Βλέπε και: dolóčen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina