giudicante στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για giudicante στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

1. giudicare (formulare un'opinione su):

II.giudicare [dʒudiˈkare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

1. giudicare (valutare):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για giudicante στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

giudicante στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για giudicante στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

giudicare [dʒu·di·ˈka:·re] ΡΉΜΑ μεταβ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για giudicante στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

giudicante Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Se l'organo giudicante respinge tale reclamo provveder con sentenza, altrimenti, se lo accoglie, provvede con ordinanza non impugnabile con la quale dà anche i provvedimenti per l'ulteriore prosecuzione del processo.
it.wikipedia.org
L'operatore si deve mostrare dunque accogliente, sensibile e non giudicante.
it.wikipedia.org
Se ci si distrae dal respiro, si nota passivamente che la mente vaga, ma in un modo accettante, non giudicante e quindi si torna a concentrarsi sul respiro.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "giudicante" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski