cresco στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για cresco στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.crescere [ˈkreʃʃere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere

1. crescere (svilupparsi):

crescere ΦΥΣΙΟΛ, ΒΟΤ animale, persona, unghie, capelli, barba:
crescete e moltiplicatevi ΒΊΒΛΟς

2. crescere (aumentare) (di numero, importanza, intensità):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για cresco στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

cresco στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για cresco στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

cresco 1. πρόσ sing pr di crescere

Βλέπε και: crescere

I.crescere <cresco, crebbi, cresciuto> [ˈkreʃ·ʃe·re] ΡΉΜΑ αμετάβ +essere

II.crescere <cresco, crebbi, cresciuto> [ˈkreʃ·ʃe·re] ΡΉΜΑ μεταβ +avere (allevare: figli)

I.crescere <cresco, crebbi, cresciuto> [ˈkreʃ·ʃe·re] ΡΉΜΑ αμετάβ +essere

II.crescere <cresco, crebbi, cresciuto> [ˈkreʃ·ʃe·re] ΡΉΜΑ μεταβ +avere (allevare: figli)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για cresco στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

cresco Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
In questo modello gli embrioni di pianeti giganti cresco fino al punto di poter acquisire un involucro di idrogeno e elio.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "cresco" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski