Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: kosen , Korse , Koks , Kokke και kokett

Kokke <-, -n> [ˈkɔkə] SUBST θηλ bio

Koks <-es, -e> [koːks] SUBST αρσ

1. Koks (Brennstoff):

κοκ ουδ

2. Koks οικ (Unsinn):

3. Koks οικ (Kokain):

κόκα θηλ

Korse <-n, -n> [ˈkɔrzə] SUBST αρσ

kosen [ˈkoːzən] VERB μεταβ τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский