Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαϊδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χαϊδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [xaiˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. χαϊδεύω (με το χέρι):

χαϊδεύω

2. χαϊδεύω (με την παλάμη, επαναλμβάνοντας συνεχώς την κίνηση):

χαϊδεύω

II . χαϊδεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με χαϊδεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский