Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χώμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χώμα [ˈxɔma] SUBST ουδ

1. χώμα (έδαφος):

χώμα
Erde θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με χώμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский