Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χωλαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χωλ|αίνω <-ανα> [xɔˈlɛnɔ] VERB αμετάβ

1. χωλαίνω (κουτσαίνω):

χωλαίνω

2. χωλαίνω μτφ (δεν προχωρώ):

χωλαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский