Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χύσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χύσιμο [ˈçisimɔ] SUBST ουδ

1. χύσιμο (υγρού, σίδερου):

χύσιμο
Gießen ουδ

2. χύσιμο (κατά λάθος: κρασιού κτλ):

χύσιμο
Verschütten ουδ

3. χύσιμο (εκσπερμάτωση):

χύσιμο
Ejakulation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский