Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειραγωγώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χειραγωγ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [çiraɣɔˈɣɔ] VERB μεταβ

1. χειραγωγώ (από το χέρι):

χειραγωγώ

2. χειραγωγώ μτφ:

χειραγωγώ

3. χειραγωγώ (επηρεάζω αρνητικά):

χειραγωγώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский