Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειραγωγός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χειραγωγός [çiraɣɔˈɣɔs] SUBST αρσ

1. χειραγωγός (όποιος οδηγεί):

χειραγωγός
Führer αρσ

2. χειραγωγός (σκάλας):

χειραγωγός
Geländer ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский