Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαλάρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαλάρωσ|η <-εις> [xaˈlarɔsi] SUBST θηλ

1. χαλάρωση (μείωση της έντασης):

χαλάρωση
Lockerung θηλ

2. χαλάρωση (σωματική):

χαλάρωση
Entspannung θηλ
ποσοτική χαλάρωση θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский