Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φωτισμός , φωτιζόμενος , πεφωτισμένος , φωτιστικό , υφιστάμενη και φωτιστικός

φωτιζόμεν|ος <-η, -ο> [fɔtiˈzɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

φωτιστικ|ός <-ή, -ό> [fɔtistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υφιστάμενος [ifisˈtamɛnɔs] SUBST αρσ, υφιστάμενη [ifisˈtamɛni], υφισταμένη [ifistaˈmɛni] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский