Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρονηματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φρονηματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [frɔnimaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. φρονηματίζω (εμπνέω αυτοπεποίθηση):

φρονηματίζω κάποιον

2. φρονηματίζω (σωφρονίζω):

φρονηματίζω

II . φρονηματίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. φρονηματίζομαι (αποκτώ θάρρος):

2. φρονηματίζομαι (σωφρονίζομαι):

Παραδειγματικές φράσεις με φρονηματίζω

φρονηματίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский