Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρόνημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρόνημα [ˈfrɔnima] SUBST ουδ

1. φρόνημα (γνώμη):

φρόνημα
Ansicht θηλ

2. φρόνημα (αυτοπεποίθηση):

φρόνημα
Moral θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский