Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υποθήκη και υποχωρώ

υποχωρ|ώ <-είς, -ησα> [ipɔxɔˈrɔ] VERB αμετάβ

1. υποχωρώ (οπισθοχωρώ) ΣΤΡΑΤ:

2. υποχωρώ μτφ:

3. υποχωρώ (πυρετός, θύελλα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский