Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερ|βαίνω <-έβηκα> [ipɛrˈvɛnɔ] VERB μεταβ

1. υπερβαίνω (ορισμένο βαθμό):

υπερβαίνω

2. υπερβαίνω (κάποιο όριο):

υπερβαίνω

3. υπερβαίνω (τις προσδοκίες):

υπερβαίνω

4. υπερβαίνω μτφ (υπερνικώ):

υπερβαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский