Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . υπερ|βάλλω <-έβαλα> [ipɛrˈvalɔ] VERB μεταβ (υπερτερώ)

υπερβάλλω

II . υπερ|βάλλω <-έβαλα> [ipɛrˈvalɔ] VERB αμετάβ (μεγαλοποιώ)

υπερβάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский