Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερασπίστρια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερασπιστής (υπερασπίστρια) [ipɛraspisˈtis, ipɛrasˈpistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

υπερασπιστής (υπερασπίστρια)
Verteidiger(in) αρσ (θηλ)

υπερασβεστιαιμία [ipɛrazvɛstiɛˈmia] SUBST θηλ

υπεράσπισ|η <-εις> [ipɛˈraspisi] SUBST θηλ ΝΟΜ

ανυπεράσπιστ|ος <-η, -ο> [anipɛˈraspistɔs] ΕΠΊΘ

1. ανυπεράσπιστος (που δεν μπορεί να υπερασπιστεί):

2. ανυπεράσπιστος (απροστάτευτος):

I . υπερασπ|ίζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrasˈpizɔ] VERB μεταβ ΝΟΜ

II . υπερασπ|ίζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrasˈpizɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

III . υπερασπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

υπεραστικό [ipɛrastiˈkɔ] SUBST ουδ (λεωφορείο)

υπεραστικ|ός <-ή, -ό> [ipɛrastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υπεραιμία [ipɛrɛˈmia] SUBST θηλ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

υπεραερισμός [ipɛraɛrizˈmɔs] SUBST αρσ ΙΑΤΡ

υπεραισθησία [ipɛrɛsθiˈsia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский