Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσουχτερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσουχτερ|ός <-ή, -ό> [tsuxtɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. τσουχτερός (κρύο):

τσουχτερός

2. τσουχτερός (λόγια):

τσουχτερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский