Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσούχτρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσούχτρα [ˈtsuxtra] SUBST θηλ

1. τσούχτρα (θαλασσινή):

τσούχτρα
Qualle θηλ

2. τσούχτρα μτφ (άνθρωπος):

τσούχτρα
Drachen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский