Ελληνικά » Γερμανικά

τυλί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [tiˈliɣɔ] VERB μεταβ

1. τυλίγω (κλείνω κουλουριάζοντας):

τυλίγω

2. τυλίγω (κλωστή):

τυλίγω

3. τυλίγω (πακετάρω):

τυλίγω

4. τυλίγω (μπλέκω):

τυλίγω σε
verwickeln in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский