Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσαλακώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσαλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tsalaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. τσαλακώνω (ύφασμα):

τσαλακώνω

2. τσαλακώνω (πιο γερή ύλη):

τσαλακώνω

3. τσαλακώνω μτφ (εξευτελίζω):

τσαλακώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский