Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσάκωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσάκωμα [ˈtsakɔma] SUBST ουδ, τσακωμός [tsakɔˈmɔs] SUBST αρσ

1. τσάκωμα (πιάσιμο):

τσάκωμα
Fangen ουδ

2. τσάκωμα (καβγάς):

τσάκωμα
Zank αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский