Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσαλαβούτας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσαλαβούτας [tsalaˈvutas] SUBST αρσ (που δεν εργάζεται καλά)

τσαλαβούτας
Pfuscher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский