Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσαλαβουτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσαλαβουτ|ώ <-άς, -ησα> [tsalavuˈtɔ] VERB αμετάβ

1. τσαλαβουτώ (στη λάσπη):

τσαλαβουτώ

2. τσαλαβουτώ μτφ (δεν εργάζομαι καλά):

τσαλαβουτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский