Ελληνικά » Γερμανικά

τρίποδο [ˈtripɔðɔ] SUBST ουδ

τριποδί|ζω <-σα> [tripɔˈðizɔ] VERB αμετάβ

τριπλούν [triˈplun] SUBST ουδ

1. τριπλούν ΑΘΛ:

Dreisprung αρσ

τρίπατ|ος <-η, -ο> [ˈtripatɔs] ΕΠΊΘ

τριπλάσι|ος <-α, -ο> [triˈplasiɔs] ΕΠΊΘ

τριπλ|ός <-ή, -ό> [triˈplɔs] ΕΠΊΘ

1. τριπλός (που έχει τρία μέρη):

2. τριπλός (τριπλάσιος):

τριάδα [triˈaða] SUBST θηλ

3. τριάδα (στο πόκερ):

Drilling αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский