Ελληνικά » Γερμανικά

τοπικ|ός <-ή, -ό> [tɔpiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Αράπικα [aˈrapika] SUBST ουδ πλ

τοπίο [tɔˈpiɔ] SUBST ουδ

τοπάζι [tɔˈpazi] SUBST ουδ

τοπικισμός [tɔpicizˈmɔs] SUBST αρσ

άδικα [ˈaðika] ΕΠΊΡΡ

1. άδικα (με άδικο τρόπο):

2. άδικα (χωρίς λόγο):

3. άδικα (μάταια):

νομικά [nɔmiˈka] SUBST ουδ

νομικά πλ [nɔmiˈci] SUBST θηλ:

Rechtswissenschaft θηλ ενικ
Jura ενικ

τελικά [tɛliˈka] ΕΠΊΡΡ

γονικά [ɣɔniˈka] SUBST ουδ πλ

1. γονικά (γονείς):

Eltern πλ

2. γονικά (οικογένεια):

Familie θηλ
έλικα θηλ ΜΑΘ, ΒΙΟΛ
Helix θηλ
διπλή έλικα ΜΑΘ, ΒΙΟΛ
Doppelhelix θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский