Ελληνικά » Γερμανικά

άδικα [ˈaðika] ΕΠΊΡΡ

1. άδικα (με άδικο τρόπο):

άδικα

2. άδικα (χωρίς λόγο):

άδικα

3. άδικα (μάταια):

άδικα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский