Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τείνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τ|είνω <-εινα, -άθηκα, -εταμένος> [ˈtinɔ] VERB μεταβ

1. τείνω (τεντώνω):

τείνω

2. τείνω (απλώνω):

τείνω

II . τ|είνω <-εινα, -άθηκα, -εταμένος> [ˈtinɔ] VERB αμετάβ

1. τείνω (κλίνω, ρέπω):

τείνω προς
τείνω προς

2. τείνω (αποσκοπεύω):

Παραδειγματικές φράσεις με τείνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский