Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τεκμήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τεκμήριο [tɛˈkmiriɔ] SUBST ουδ

1. τεκμήριο (εικασία):

τεκμήριο
Mutmaßung θηλ

2. τεκμήριο (αποδεικτικό στοιχείο):

τεκμήριο
Beleg αρσ

3. τεκμήριο ΝΟΜ:

τεκμήριο
Indiz ουδ
τεκμήριο διαβίωσης ουδ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский