Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ταχυδρομικά , ταχυδρομικός και ταχυδρομικώς

ταχυδρομικώς [taçiðrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΡΡ

II . ταχυδρομικ|ός [taçiðrɔmiˈkɔs] SUBST αρσ (υπάλληλος)

ταχυδρομικά [taçiðrɔmiˈka] SUBST ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский