Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταχυδρόμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταχυδρόμος [taçiˈðrɔmɔs] SUBST mf

ταχυδρόμος
Briefträger(in) αρσ (θηλ)
ταχυδρόμος
Postbote αρσ (Postbotin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский