Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θυρίδα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θυρίδα [θiˈriða] SUBST θηλ

1. θυρίδα (σε ταχυδρομείο):

θυρίδα
Schalter αρσ
θυρίδα αποσκευών
θυρίδα πληροφοριών
τραπεζική θυρίδα
Bankschalter αρσ

2. θυρίδα (για τοποθέτηση εγγράφων):

θυρίδα
Fach ουδ
ασφαλιστική θυρίδα
ταχυδρομική θυρίδα
Postfach ουδ
τραπεζική θυρίδα
Safe αρσ

3. θυρίδα ΑΝΑΤ:

ωοειδής θυρίδα
ovales Fenster ουδ
στρογγυλή θυρίδα
rundes Fenster ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με θυρίδα

θυρίδα αποσκευών
τραπεζική θυρίδα
Postfach ουδ
ωοειδής θυρίδα
στρογγυλή θυρίδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский