Ελληνικά » Γερμανικά

ταξιδεμέν|ος <-η, -ο> [taksiðɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ταξιδιώτης (ταξιδιώτισσα) [taksiˈðjɔtis, taksiˈðjɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αταξίδευτ|ος <-η, -ο> [ataˈksiðɛftɔs] ΕΠΊΘ

ταξιδ|εύω <-εψα, -εμένος> [taksiˈðɛvɔ] VERB αμετάβ

ταξιδιάρ|ης <-α, -ικο> [taksiˈðjaris] ΕΠΊΘ

ταξιδιωτικ|ός <-ή, -ό> [taksiðjɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ταξιθέτης (ταξιθέτρια) [taksiˈθɛtis, taksiˈθɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ταξινομία [taksinɔˈmia] SUBST θηλ ενικ ΒΟΤ, ΖΩΟΛ

τένοντας [ˈtɛnɔndas] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский