Ελληνικά » Γερμανικά

ταξιθέτης (ταξιθέτρια) [taksiˈθɛtis, taksiˈθɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ταξιθέτης (ταξιθέτρια)
Platzanweiser(in) αρσ (θηλ)

ταξίμετρο [taˈksimɛtrɔ] SUBST ουδ

ταξιτζ|ής <-ήδες> [taksiˈdzis] SUBST αρσ, ταξιτζ|ού [taksiˈdzu] <-ούδες> SUBST θηλ

Taxifahrer(in) αρσ (θηλ)

ταξιδ|εύω <-εψα, -εμένος> [taksiˈðɛvɔ] VERB αμετάβ

ταξιαρχία [taksiarˈçia] SUBST θηλ

ταξινομία [taksinɔˈmia] SUBST θηλ ενικ ΒΟΤ, ΖΩΟΛ

ταξιδιάρ|ης <-α, -ικο> [taksiˈðjaris] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский