Ελληνικά » Γερμανικά

ταξιδιωτικ|ός <-ή, -ό> [taksiðjɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ταξιδιώτης (ταξιδιώτισσα) [taksiˈðjɔtis, taksiˈðjɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ταξιδιώτης (ταξιδιώτισσα)

ταξιδιάρ|ης <-α, -ικο> [taksiˈðjaris] ΕΠΊΘ

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST θηλ

ιδιωτισμός [iðiɔtizˈmɔs] SUBST αρσ

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский