Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύνθετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύνθετ|ος <-η, -ο> [ˈsinθɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. σύνθετος (αποτελούμενος από μέρη):

σύνθετος
σύνθετος καρπός
Mehrfachbruch αρσ
σύνθετος οφθαλμός
Facettenauge ουδ

2. σύνθετος (πολύπλοκος):

σύνθετος

3. σύνθετος (τροφή, ύφασμα):

σύνθετος

Παραδειγματικές φράσεις με σύνθετος

σύνθετος οφθαλμός ΖΩΟΛ
σύνθετος καρπός
σύνθετος τόκος
Zinseszins αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский