Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλάσμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλάσμα [ˈklazma] SUBST ουδ

1. κλάσμα (κομμάτι):

κλάσμα
Bruchstück ουδ

2. κλάσμα ΜΑΘ:

κλάσμα
Bruch αρσ
umgekehrte Brüche αρσ πλ
γνήσιο κλάσμα
echter Bruch αρσ
δεκαδικό κλάσμα
Dezimalbruch αρσ
unechter Bruch αρσ
κοινό κλάσμα
μερικό κλάσμα
Partialbruch αρσ
σύνθετο κλάσμα
Mehrfachbruch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κλάσμα

γνήσιο κλάσμα
echter Bruch αρσ
δεκαδικό κλάσμα
Molenbruch αρσ
σύνθετο κλάσμα
κοινό κλάσμα
μερικό κλάσμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский