Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συγχρονία , συγχρονίζω , συγχορδία , συγχρόνως και σύγχρονος

συγχρονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [siŋxrɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. συγχρονίζω (ενέργειες):

2. συγχρονίζω (μηχανήματα):

3. συγχρονίζω (εκσυγχρονίζω):

σύγχρον|ος <-η, -ο> [ˈsiŋxrɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. σύγχρονος (ταυτόχρονος):

2. σύγχρονος (σημερινός):

3. σύγχρονος (μοντέρνος):

4. σύγχρονος (της ίδιας εποχής):

συγχρόνως [siŋˈxrɔnɔs] ΕΠΊΡΡ

συγχορδία [siŋxɔrˈðia] SUBST θηλ

συγχρονία θηλ ΓΛΩΣΣ
Synchronie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский