Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύγχρονος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύγχρον|ος <-η, -ο> [ˈsiŋxrɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. σύγχρονος (ταυτόχρονος):

σύγχρονος

2. σύγχρονος (σημερινός):

σύγχρονος

3. σύγχρονος (μοντέρνος):

σύγχρονος

4. σύγχρονος (της ίδιας εποχής):

Παραδειγματικές φράσεις με σύγχρονος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский