Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγχύζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγχύ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [siɲˈçizɔ] VERB μεταβ

1. συγχύζω (μπερδεύω):

συγχύζω

2. συγχύζω (εκνευρίζω, αναστατώ):

συγχύζω

3. συγχύζω (εκνευρίζω, στενοχωρώ):

συγχύζω

4. συγχύζω (χαλώ τη γαλήνη):

συγχύζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский