Ελληνικά » Γερμανικά

συνωμοτ|ώ <-είς, -ησα> [sinɔmɔˈtɔ] VERB αμετάβ

συνωμοσία [sinɔmɔˈsia] SUBST θηλ

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST αρσ, συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST θηλ

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) αρσ (θηλ)
Autor(in) αρσ (θηλ)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) αρσ (θηλ)

συνωμοτικ|ός <-ή, -ό> [sinɔmɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

συνωμότης (συνωμότισσα) [sinɔˈmɔtis, sinɔˈmɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский