Ελληνικά » Γερμανικά

συνωμοτικ|ός <-ή, -ό> [sinɔmɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνωμοσία [sinɔmɔˈsia] SUBST θηλ

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

συνωμοτ|ώ <-είς, -ησα> [sinɔmɔˈtɔ] VERB αμετάβ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST αρσ, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST θηλ

Regisseur(in) αρσ (θηλ)

συνωμότης (συνωμότισσα) [sinɔˈmɔtis, sinɔˈmɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συνωμότης (συνωμότισσα)
Verschwörer(in) αρσ (θηλ)

συνωστισμός [sinɔstizˈmɔs] SUBST αρσ

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский