Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνδυά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sinðiˈazɔ] VERB μεταβ

συνεδριά|ζω <-σα> [sinɛðriˈazɔ] VERB αμετάβ

συννεφιά|ζω <-σα, -σμένος> [sinɛˈfçazɔ] VERB αμετάβ

συνδικάτο [sinðiˈkatɔ] SUBST ουδ

2. συνδικάτο (εγκλήματος):

Syndikat ουδ

συνδιαλλαγή [sinðialaˈji] SUBST θηλ

συνδιάστασ|η <-εις> [sinðiˈastasi] SUBST θηλ ΜΑΘ

συνδικαλί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [sinðikaˈlizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

συνδρομή [sinðrɔˈmi] SUBST θηλ

1. συνδρομή (βοήθεια, και οικονομική):

Beistand θηλ

2. συνδρομή (χρηματικό ποσό):

Beitrag αρσ

3. συνδρομή (περιοδικού):

Abonnement ουδ
Abonnementsgebühr θηλ ενικ

συνδετικ|ός <-ή, -ό> [sinðɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνδυασμός [sinðiazˈmɔs] SUBST αρσ

1. συνδυασμός (γενικά, και ΜΑΘ):

Kombination θηλ

2. συνδυασμός (σε εκλογές):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский