Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπαθητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπαθητικ|ός <-ή, -ό> [simbaθitiˈkɔs] ΕΠΊΘ (συμπαθής)

Παραδειγματικές φράσεις με συμπαθητικός

μου είναι συμπαθητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский