Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συμπρωτεύουσα , συμπαιγνία , συμπαίχτης και συμπάσχω

συμπρωτεύουσα [simbrɔˈtɛvusa] SUBST θηλ

συ|μπάσχω <-νέπαθα> [simˈbasxɔ] VERB αμετάβ

2. συμπάσχω (νιώθω συμπόνια):

συμπαίκτης (συμπαίκτρια) [simˈbɛktis, simˈbɛktria], συμπαίχτης (συμπαίχτρια) [simˈbɛxtis, simˈbɛxtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συμπαιγνία [simbɛˈɣnia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский