Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπεθερεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπεθεριά|ζω <-σα> [simbɛθɛˈri̯azɔ], συμπεθερ|εύω [simbɛθɛˈrɛvɔ] <-εψα> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский