Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπατριώτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπατριώτης (συμπατριώτισσα) [simbatriˈɔtis, simbatriˈɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συμπατριώτης (συμπατριώτισσα)
Landsmann αρσ (Landsmännin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский